προσαρμοστικός

προσαρμοστικός
-ή, -ό, Ν
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται
2. φρ. «προσαρμοστικός φακός» — ο κρυσταλλοειδής φακός που παρέχει την ικανότητα προσαρμογής στο μάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Φιλιππακόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσαρμοστικός — ή, ό αυτός που είναι ικανός για προσαρμογή, ο ευκολοπροσάρμοστος: Ο χαμαιλέοντας έχει προσαρμοστική ικανότητα στο περιβάλλον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπαράλληλη ροή αίματος — Προσαρμοστικός μηχανισμός με τον οποίο μειώνονται οι απώλειες θερμότητας του σώματος των ομοιόθερμων ζώων (θηλαστικών και πτηνών) που ζουν σε πολύ ψυχρό περιβάλλον. Οι αρτηρίες και οι φλέβες που βρίσκονται στην ουρά, στα πόδια και στα πτερύγια… …   Dictionary of Greek

  • ζόμφος — ζόμφος, ον (Μ) 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος 2. προσαρμοστικός …   Dictionary of Greek

  • οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμοστικότητα — η, Ν [προσαρμοστικός] 1. η ιδιότητα τού προσαρμοστικού, η ικανότητα για προσαρμογή 2. (οικον.) ο βαθμός μεταβλητότητας ενός οικονομικού μεγέθους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”